- διασωστής
- διασωστής, ο (Μ)αυτός που περιφρουρεί την ασφάλεια τών πολιτών, ο αστυφύλακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασώστης — ο (θηλ. διασώστρια, η) (Μ διασώστης, ο θηλ. διασώστρια, η) αυτός που διασώζει, απαλλάσσει κάποιον από όλεθρο … Dictionary of Greek
διασωσταῖς — διασωστής policeman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστῶν — διασωστής policeman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)